Οι δύο ποινές του ίδιου εγκλήματος
Της ΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΠΑ - ΣΟΥΛΟΥΝΙΑ
Οι φυλακές είναι γεμάτες. Οι χρήστες μέσα και οι έμποροι του λευκού θανάτου, κατά κανόνα έξω! Ο «πόλεμος» εναντίον των ναρκωτικών στη χώρα μας διεξάγεται, με ένα προβληματικό νομικό σύστημα γεμάτο αντιθέσεις, το οποίο επιχειρεί επί ματαίω να δώσει λύσεις.
Η έρευνα που πραγματοποίησε το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής αποδεικνύει αυτή τη θλιβερή ελληνική πρωτιά.
Τριάντα φορές περισσότεροι ήταν οι θάνατοι το 2000 σε σχέση με το 1985. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι το 40% (3.150 άτομα) των εγκλείστων σήμερα στις ελληνικές φυλακές κρατούνται για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών. Επιπλέον, ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία της δίωξης ναρκωτικών: Το 1991 είχαν κατηγορηθεί 3.549 άτομα ενώ το 2003, 15.812.
*Χρόνια τώρα είναι κοινά αποδεκτό, τόσο από νομικούς αλλά και ιατρικούς κύκλους, ότι οι χρήστες δεν είναι εγκληματίες του ποινικού δικαίου. Παρ' όλα αυτά, εκαντοντάδες τοξικομανών οδηγούνται καθημερινά με δικαστικές αποφάσεις στα κελιά των φυλακών για μικροποσότητες. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο ζοφερή αν συνυπολογίσει κανείς ότι σε κανένα σωφρονιστικό ίδρυμα της χώρας δεν εφαρμόζονται στην πραγματικότητα προγράμματα απεξάρτησης.
Αδικες αποφάσεις
Οταν ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είχε γράψει ότι «ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών σκοτώνει πολύ περισσότερους από όσο τα ίδια τα ναρκωτικά», θεωρήθηκε δογματικός. Ομως η αυστηρότητα του νόμου, που εξαντλείται στις πλάτες των χρηστών, τον επαληθεύει δραματικά.
*Και δεν είναι μόνο η αυστηρότητα -είναι και οι αποφάσεις που... σκοτώνουν. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα που έχει η «Κ.Ε.» στη διάθεσή της και αναφέρονται σε ποινές που προσβάλλουν την έννοια της ισονομίας:
-Ο Π. Γ. για 15 γραμμ. ινδικής κάνναβης καταδικάστηκε στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων σε 12 χρόνια και 5.000 ευρώ χρηματικής ποινής.
-Απ' την άλλη πλευρά, ο Μ. Ι. για αγορά και κατοχή 58 (!) κιλών χασίς «έφαγε» μόνο 5 χρόνια φυλάκισης.
-Επίσης ο Η. Κ. στο τριμελές Λαμίας, με 9 κιλά χασίς, τιμωρήθηκε σε 2 έτη φυλάκισης, ενώ ο Κ. Ε., με 850 γραμμ. χασίς, μετράει 5 χρόνια.
*Ο βουλευτής του ΣΥΝ Φώτης Κουβέλης, εισηγητής πολλές φορές σε θέματα ναρκωτικών στη Βουλή, επισημαίνει πως, πριν από την απόφαση, πρέπει να συνεκτιμώνται πολλοί παράγοντες:
«Δυστυχώς τις περισσότερες φορές τα δικαστήρια δεν αιτιολογούν ειδικά την κρίση τους για την επιμέτρηση της ποινής και περιορίζονται στη γενική αναφορά της σχετικής διάταξης του ποινικού κώδικα. Παρατηρείται να υπάρχουν αποστάσεις, όσο και διαφορές για ποινές που αφορούν το ίδιο έγκλημα, σε υποθέσεις που εκδικάζονται από διαφορετικά δικαστήρια, ακριβώς διότι δεν συνεκτιμώνται εμπεριστατωμένως τα στοιχεία. Ετσι όμως δικαιολογημένα εγείρεται η αμφισβήτηση του πολίτη για την ορθότητα της δικαστικής απόφασης, αλλά και για την ισονομία, έκφραση της οποίας είναι η δικαστική εφαρμογή του νόμου».
*Τι γίνεται όμως με τους βασικούς υπεύθυνους για την εξάπλωση των ναρκωτικών, τους εμπόρους, που ζουν και βασιλεύουν χάρη στις «μυστικές διεξόδους» που ανακαλύπτουν στον νόμο;
-Στην Πάτρα τα 15 χρόνια για έναν έμπορο έγιναν 1 χρόνος και 6 μήνες. Στη Λάρισα ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί 15 χρόνια και κρατήθηκε συνολικά 3. Στη Θεσσαλονίκη τού είχε επιβληθεί ποινή 6 χρόνια και παρέμεινε στη φυλακή 15 μέρες.
*Η Σοφία Βιδάλη, καθηγήτρια εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θράκης, μας θυμίζει τη δικαστική έρευνα στην υπόθεση Φλούδα στην Πάτρα, όπου αποφυλακίζονταν έμποροι ως χρήστες:
Εμποροι και χρήστες
«Τα δυσδιάκριτα, συχνά, όρια ανάμεσα στην κατοχή για προσωπική χρήση, τη διακίνηση και την εμπορία ναρκωτικών αποτελούν αγκάθι για την ελληνική Δικαιοσύνη. Εγείρονται αμφιβολίες σχετικά με τα κριτήρια επιμέτρησης της ποινής σε όμοια εγκλήματα, ενώ από τις φυλακές μεταφέρονται αιτήματα αποκλιμάκωσης του εγκλεισμού. Πρόκειται για ζητήματα που θα εξακολουθήσουν να απασχολούν τους ειδικούς και όσους γνωρίζουν από κοντά τη "γλυκιά τιμωρία" του συστήματος, όσο οι φορείς τυπικού κοινωνικού ελέγχου θα είναι επιστημονικά δυσπρόσιτοι στην Ελλάδα».
*Αποκαλυπτικός είναι και ο ποινικολόγος Θεόδωρας Μαντάς περιγράφοντάς μας τα «νομικίστικα τερτίπια» που χρησιμοποιούν οι έμποροι ναρκωτικών για να κερδίσουν μικρότερη ποινή και να γλιτώσουν τη «στενή»:
«Χαρακτηριστική προσπάθεια του εμπόρου είναι να πετύχει μια ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη η οποία να βεβαιώνει ότι είναι εξαρτημένος χρήστης ναρκωτικών ουσιών, με στόχο το δικαστήριο να τον χαρακτηρίσει τοξικομανή, χρησιμοποιώντας τις ευεργετικές διατάξεις του άρθρου 13 του Ν 2.161/93.
»Αλλος ένας τρόπος είναι να επιδιώξει το δικαστήριο να του αναγνωρίσει ελαφρυντικά προτέρου εντίμου βίου, η ειλικρινούς μετανοίας».
Τις πόρτες των φυλακών ανοίγουν επίσης τα ευεργετικά ημερομίσθια· η συντριπτική πλειοψηφία των φυλακισμένων επιθυμεί να εργάζεται, ώστε να συντομεύσει το χρόνο της αποφυλάκισης. Το διαβατήριο όμως το σφραγίζει το πιστοποιητικό καλής διαγωγής, το οποιο χορηγεί η διεύθυνση της φυλακής».
*Ο Νίκος Κουλούρης εγκληματολόγος στις φυλακές Κορυδαλλού μας μεταφέρει την κατάσταση που επικρατεί:
«Ο Κορυδαλλός, όπως και οι υπόλοιπες ελληνικές φυλακές, δεν έχει καμία υποδομή για ναρκομανείς. Κατάλληλη είναι μόνο η μονάδα απεξάρτησης στον Ελεώνα των Θηβών, που δυστυχώς υπολειτουργεί. Από τις 300 θέσεις μόνο οι 46 είναι καλυμμένες».
Πρόγραμμα απεξάρτησης στον Κορυδαλλό υπάρχει μόνο για δύο εβδομάδες, με μεθαδόνη· μετά σταματάει και αντικαθίσταται με ψυχοφάρμακα. Δεν υπάρχει ψυχίατρος, ούτε ψυχολόγος, επισκέπτες ψυχίατροι πηγαίνουν μία φορά την εβδομάδα. Σε ομάδες από το ΚΕΘΕΑ, τους «18 άνω» και τους «Ανώνυμους Ναρκομανείς» επιτρέπεται να παράσχουν μόνο συμβουλευτική στήριξη.
*Ο καθηγητής εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Πανούσης είναι κατηγορηματικός:
Η εύκολη λύση
«Η εμπλοκή των μηχανισμών καταστολής στη μεταχείριση των χρηστών αποδεικνύει μια νομοθετική (ίσως και κοινωνική) αμηχανία και σφραγίζει την εύκολη λύση της φυλάκισης. Αδυνατώντας να δαμάσει το οικονομικοπολιτικό φαινόμενο παραγωγής των ναρκωτικών και να διαχειριστεί το ατομικό πρόβλημα, η πολιτεία προσφεύγει στις ποινές, για να "κερδίσει" χρόνο.
»Ο χρήστης δεν πρέπει να μπαίνει στη φυλακή. Χρειάζεται να αναδιοργανωθούν ειδικά κέντρα ημιελεύθερης διαβίωσης (για όσους έχουν τελέσει σοβαρότερα παραπτώματα) και, το σημαντικότερο, να θεσμοθετηθεί και να λειτουργήσει ένα δίκτυο κοινωνικής επανένταξης πρώην χρηστών».
Copyright © 2004 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε